καρβουνάρης

καρβουνάρης
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 54 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 44 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνος
* * *
καρβουνάρης, ὁ (Μ) βλ. καρβουνιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρβουναρειό — το [καρβουνάρης] 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. τόπος όπου παράγονται κάρβουνα …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”